του Δρ Γ. Μπαλούτσου Περιοδικό ΕΘΙΑΓΕ, ΤΕΥΧΟΣ 33, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2008 "Οι ορεινοί όγκοι του λεκανοπεδίου της Αττικής σήμερα: Μπορούν να γίνουν "τα πράσινα τείχη" για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων του;" Σύντομη ανασκόπηση της εξέλιξης των δασών των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας Έχουν περάσει 2.500 χρόνια περίπου από τότε που "τα ξύλινα τείχη", δηλαδή τα πλοία των Αθηναίων που κατασκευάστηκαν από τα δάση των ορεινών όγκων της Αττικής, έσωσαν την πόλη από τους Πέρσες μετά τη θετική έκβαση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Στις μέρες μας όμως, τα προβλήματα της Αθήνας και του λεκανοπεδίου γενικότερα είναι πολύ διαφορετικά και σοβαρότατα και μεταξύ αυτών είναι και εκείνα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα. Ανακούφιση από τα παραπάνω προβλήματα στους κατοίκους φαίνεται πως μπορούν να δώσουν σήμερα μιας άλλης μορφής τείχη και ειδικότερα "τα πράσινα τείχη" στα οποία μπορούν να μετατραπούν οι ορεινοί όγκοι του λεκανοπεδίου μετά την αποκατάσταση σ' αυτούς της δασικής τους βλάστησης. Οι δύο παραπάνω αναφορές δείχνουν πως οι σχέσεις των κατοίκων της Αθήνας και του λεκανοπεδίου γενικότερα με τα δάση των ορεινών όγκων γύρω τους, είναι διαχρονικές και αμφίδρομες και η μεγάλη τους σημασία αναγνωρίσθηκε από τους αρχαίους ακόμα χρόνους. Γι' αυτό η προστασία των δασών της Πάρνηθας και του Υμηττού "ανατέθηκε" τότε στον ίδιο το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Επομένως ο Δίας υπήρξε ο πρώτος "δασάρχης" στη χώρα μας. Όμως και τα δάση της Πεντέλης είχαν εξίσου μεγάλη σημασία και για τους αρχαίους Αθηναίους και η προστασία τους "είχε ανατεθεί" στην Αθηνά. Βέβαια τα δάση των ορεινών όγκων γύρω από την Αθήνα -"και παρά την προστασία τους από τους θεούς" - δέχονταν και τότε ισχυρές ανθρώπινες "πιέσεις" για διάφορους λόγους και υποβαθμίστηκαν σημαντικά. Οι πιέσεις αυτές συνεχίσθηκαν με μεταβαλλόμενο βαθμό και κατά τη διάρκεια διάφορων ξενικών κατοχών, δουλειών κ.λπ. Γι' αυτό και η δασική βλάστηση σ' αυτά μετά την αρχαιότητα, παρουσίασε, μεγάλες διακυμάνσεις δια μέσου των αιώνων ως προς την έκταση κάλυψης και την πυκνότητα αυτής. Τα βουνά της Αθήνας όμως το 1834, όταν αυτή ορίσθηκε ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους, σύμφωνα με τη Δασική Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, καλύπτονταν με σημαντική βλάστηση. Σήμερα η Αθήνα με διάρκεια "ζωής" ως πρωτεύουσα 174 χρόνων, αναπτύχθηκε σε οικιστικές και βιομηχανικές ζώνες χωρίς σωστό σχεδιασμό, χωρίς υποδομές και επαρκείς χώρους πρασίνου και με πληθυσμό μεγαλύτερο από 5 εκατομμύρια κατοίκους, εφοδιασμένους με αυτοκίνητα, κλιματιστικά κ.λπ., κάλυψε ολόκληρο το λεκανοπέδιο της Αττικής, έκτασης τουλάχιστον 220 km2. Τα μόνα εμπόδια στην περαιτέρω επέκταση της πόλης μέχρι τα Μεσόγεια και μέχρι τον Αυλώνα και τον Ωρωπό πίσω από την Πάρνηθα, υπήρξαν οι ορεινοί όγκοι του λεκανοπεδίου. Όμως και σ' αυτούς, τα δάση σήμερα συνεχίζουν να μειώνονται συνεχώς λόγω πυρκαγιών, επέκτασης των παράνομων οικισμών στις πλαγιές τους, "μπαζώματος" της κοίτης των υδατορευμάτων και υποβάθμισης γενικότερα του φυσικού τους περιβάλλοντος. Οι απρογραμμάτιστες και ανεξέλεγκτες αυτές δραστηριότητες δημιούργησαν στο λεκανοπέδιο τα γνωστά σοβαρότατα περιβαλλοντικά προβλήματα (αιωρούμενα σωματίδια, αιθάλη, όζον, οξείδια του αζώτου και του άνθρακα, αύξηση και συχνά αναστροφή της θερμοκρασίας του αέρα, δυσκολίες κυκλοφορίας αυτού εντός της πόλης κ.λπ.). Το χειρότερο όμως είναι πως όλες οι παράμετροι δημιουργίας αυτών των προαναφερθέντων προβλημάτων επιδεινώνονται συνεχώς. Επομένως αναμένεται προφανώς περαιτέρω επιδείνωση και των περιβαλλοντικών προβλημάτων της πόλης που αναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια, η λήψη μέτρων είναι αναγκαία για την εξομάλυνσή τους. Τα μέτρα που έχουν προταθεί μέχρι σήμερα για τη διαχείριση των προαναφερθέντων περιβαλλοντικών προβλημάτων της Αθήνας αναφέρονται κυρίως στη ρύθμιση της κυκλοφορίας των τροχοφόρων, στη βελτίωση αυτών και των καυσίμων τους, στη ρύθμιση της λειτουργίας των ιομηχανιών κ.λπ. Αντίθετα, πολύ μικρότερη σημασία δόθηκε στη φυσική βλάστηση των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου και στη γεωμορφολογία και τοπογραφία τους. Τα φυσικά αυτά χαρακτηριστικά, όπως αναφέρθηκε, επηρεάζουν σημαντικά τις παραμέτρους του κλίματος του λεκανοπεδίου και επομένως και τα περιβαλλοντικά του προβλήματα. Για τους λόγους αυτούς στόχοι του παρόντος άρθρου είναι: • Η εξέταση των επιδράσεων των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου και των δασών τους στις παραμέτρους του κλίματος και η σύνδεση των επιδράσεων αυτών με τις περιβαλλο ντικές συνθήκες και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. • Η επισήμανση της αδήριτης ανάγκης αποκατάστασης των υποβαθμισμένων ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου και η σπουδαιότητα κατασκευής σ' αυτούς πρώτα έργων υποδομής για τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών εγκατάστασης, επιβίωσης και ανάπτυξης της βλάστησης. Οι επιδράσεις των ορεινών όγκων στις παραμέτρους του λεκανοπεδίου Τα γεωμορφολογικά και τοπογραφικά τους χαρακτηριστικά Πέντε ορεινοί όγκοι (Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττός, Αιγάλεω και Ποικίλο Όρος) υψώνονται σχεδόν κάθετα προς τρεις κατευθύνσεις (βόρεια, ανατολική και δυτική) της Αθήνας και των προαστίων της και δημιουργούν στο χώρο αυτό μία χαρακτηριστική πεταλοειδή μορφή λεκανοπεδίου έκτασης 220 km2 περίπου. Επομένως το κύριο "άνοιγμα" του λεκανοπεδίου είναι μόνο προς νότο όπου υπάρχει ο Σαρωνικός κόλπος και τα μικρά ανοίγματα μεταξύ Πάρνηθας - Πεντέλης (Μαλακάσα) και Πεντέλης - Υμηττού. Η γεωμορφολογία και τοπογραφία των πέντε αυτών ορεινών όγκων και κυρίως της Πάρνηθας, αλλά και ο βαθμός δασοκάλυψής τους, έχουν τεράστια σημασία για τις παραμέτρους του κλίματος του λεκανοπεδίου και επομένως για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ποιότητα ζωής των κατοίκων του. Τις επιδράσεις αυτές προφανώς δε θα είχε λάβει υπόψη ο Ιωάννης Καποδίστριας όταν μετέφερε το 1834 την πρωτεύουσα της Ελλάδας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Σήμερα όμως, με τις τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στους κατοίκους του λεκανοπεδίου και με τη βαθμιαία άνοδο της θερμοκρασίας του αέρα, η εξέταση και ορθολογική διαχείριση των επιδράσεων αυτών είναι άμεσης προτεραιότητας. Στη συνέχεια παρουσιάζονται περιληπτικά οι επιδράσεις των ορεινών όγκων στις παραμέτρους του κλίματος και στους ρύπους του λεκανοπεδίου. Οι επιδράσεις στους ανέμους και στη θερμοκρασία αέρος Στο λεκανοπέδιο επικρατούν οι Β, ΒΑ, ΒΔ και Α άνεμοι και η διάρκειά τους ανέρχεται στο 70% περίπου του συνολικού χρόνου όλων των ανέμων που "φυσούν". Το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα επικράτησης των ανωτέρω ανέμων έχει ιδιαίτερη σημασία για το λεκανοπέδιο, αφού, ανάλογα με την εποχή του έτους, μπορεί να είναι "κρύοι" ή "δροσεροί". Έτσι, καθώς κατεβαίνουν από την Πάρνηθα, την Πεντέλη ή τον Υμηττό, επηρεάζουν ανάλογα και τη θερμοκρασία αέρος του λεκανοπεδίου και απομακρύνουν ή αραιώνουν τους ρύπους του. Οι παραπάνω επιπτώσεις όμως των "ορεινών" ανέμων θα ήταν πιο θετικές και κυρίως το καλοκαίρι ή σε περιόδους υψηλής ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αν οι ορεινοί όγκοι ήταν πλήρως δασωμένοι. Στην περίπτωση αυτή η θερμοκρασία των ανέμων θα ήταν υψηλότερη το χειμώνα και χαμηλότερη το θέρος από τις αντίστοιχες θερμοκρασίες των ημιδασωμένων ή γυμνών βουνών και θα επηρέαζαν αναλόγως και τις θερμοκρασίες του λεκανοπεδίου. Το "δρόσισμα" από τα δασωμένα βουνά θα ήταν ιδιαίτερα αισθητό τις νύχτες του καλοκαιριού στα "άκρα" των οικιστικών περιοχών, όταν οι κρύοι άνεμοι θα κατέρχονταν ορμητικά από τα βουνά προς το λεκανοπέδιο ακολουθώντας τις κοιλάδες και τις κοίτες των υδατορευμάτων. Και ακόμα, αν οι κοίτες των υδατορευμάτων της πόλης ήταν ανοικτές και αν οι δρόμοι της ήταν παράλληλοι και όχι κάθετοι προς την κατεύθυνση των ανέμων από τους ορεινούς όγκους, τότε το "δρόσισμα" θα έφθανε και στο εσωτερικό της πόλης. Εκτός των παραπάνω θετικών επιπτώσεων, οι άνεμοι από τους δασωμένους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου, λόγω της χαμηλότερης θερμοκρασίας τους από εκείνη των ανέμων από το Σαρωνικό προς την πόλη, θα αποτρέπουν την επικράτηση συνθηκών δημιουργίας επεισοδίων αναστροφής της θερμοκρασίας στο λεκανοπέδιο. Κατά συνέπεια θα αποτρέπουν την παγίδευση και συσσώρευση ρύπων στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Οι επιδράσεις στα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα Οι ορεινοί όγκοι του λεκανοπεδίου δέχονται προφανώς πολύ μεγαλύτερο ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων από εκείνο που δέχονται οι πεδινές τους περιοχές. Δυστυχώς όμως ποσοτικές συγκρίσεις μεταξύ των υψών βροχής των ορεινών και πεδινών περιοχών δεν μπορούν να γίνουν για όλα τα βουνά αφού επαρκή στοιχεία υπάρχουν μόνο για την Πάρνηθα. Το γεγονός όμως αυτό, αν και μεμονωμένο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η Πάρνηθα, λόγω της γεωμορφολογίας και της τοπογραφίας της, είναι ο όγκος που επηρεάζει περισσότερο τα κατακρημνίσματα του λεκανοπεδίου. Αναλυτικότερα, το μεγάλο ύψος κατακρημνισμάτων που δέχονται, οι βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας και η κορυφή της (1350 χιλ. εκτιμημένα) είναι ορογραφικά, αφού οφείλονται στην τοπογραφία και στη γεωμορφολογία της. Από την κορυφή της όμως και προς τις νότιες πλευρές, το ύψος τους βαθμιαία μειώνεται και στις θέσεις "Αγία Τριάδα" και "Τατόι" ανέρχεται σε 1.100 και 430 χιλιοστά αντίστοιχα. Τα ύψη αυτά, και κυρίως εκείνο του Τατοΐου, δείχνουν πως ο όγκος της Πάρνηθας επηρεάζει σημαντικά τα κατακρημνίσματα μόνο μέχρι τους πρόποδες των νότιων πλαγιών της και από τη θέση αυτή η μείωση είναι πολύ μικρότερη. Παρόμοιες, αλλά μικρότερης έντασης είναι προφανώς και οι επιδράσεις των υπόλοιπων ορεινών όγκων στα κατακρημνίσματα του λεκανοπεδίου. Πώς όμως θα επηρεάζονταν τα κατακρημνίσματα των ορεινών όγκων καθώς και εκείνα του λεκανοπεδίου αν αυτοί ήταν πλήρως δασωμένοι; Η απάντηση είναι πως η αύξηση αυτών σ' όλους τους ορεινούς όγκους - εκτός των περιοχών της Πάρνηθας που κάηκαν - θα κυμαίνονταν από 2-3% του ετήσιου ύψους. Παρόμοια πιθανόν θα ήταν και η αύξηση των βροχών του λεκανοπεδίου. Αντίθετα στις καμένες περιοχές της Πάρνηθας, μετά την επανεγκατάσταση του ελατοδάσους σ' αυτές, τα κατακρημνίσματα θα αυξάνονταν κατά 300-350 χιλιοστά το χρόνο λόγω της δημιουργίας ομιχλοβροχής από τις κομοστέγες του ελατοδάσους. Εκτός των παραπάνω επιδράσεων, το λεκανοπέδιο θα είχε και πολλά έμμεσα οφέλη από τα κατακρημνίσματα στους δασωμένους ορεινούς του όγκους και μεταξύ αυτών είναι: Η προστασία του εδάφους των βουνών από τη διάβρωση, η αύξηση των υπόγειων νερών και του χρόνου ροής των πηγών τους, η βελτίωση της ποιότητας του νερού, η ρύθμιση της ροής των χειμάρρων, η μείωση των πλημμυρικών φαινομένων στο λεκανοπέδιο κ.λπ. Οι επιδράσεις στους ρύπους της ατμόσφαιρας Η ατμοσφαιρική ρύπανση του λεκανοπεδίου είναι - όπως αναφέρθηκε - ένα από τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά του προβλήματα. Ισχυρό "αντίδοτο" όμως του προβλήματος αυτού είναι και η βλάστηση, αφού δρα ως παράγοντας απορρύπανσης της ατμόσφαιρας με τη συγκράτηση στην κομοστέγη της των στερεών σωματιδίων (σκόνη, αιθάλη κ.λπ.). Επομένως η βλάστηση δρα ως ένα τεράστιο φίλτρο καθαρισμού της ατμόσφαιρας. Η έκταση που μπορεί να πάρει η θετική αυτή επίδραση γίνεται αντιληπτή αν ληφθεί υπόψη ότι μόνο "οι εν δυνάμει πλήρως δασωμένες" πλαγιές των ορεινών όγκων που "βλέπουν" προς τις οικιστικές περιοχές του λεκανοπεδίου ανέρχονται τουλάχιστον σε 200 km2. Η βλάστηση ως παράγοντας απορρύπανσης δρα πρώτα με φυσικό και μηχανικό τρόπο. Έτσι ένα στρέμμα δάσους πεύκης μπορεί να συγκρατήσει μέχρι και 3,2 τόνους σωματιδίων, ενώ τα δάση πλατύφυλλων (π.χ. δρυς, κουμαριά κ.λπ.) συγκρατούν ανά στρέμμα μέχρι και διπλάσιες ποσότητες. Η βλάστηση όμως απορρυπαίνει την ατμόσφαιρα και βιοχημικά με το μεταβολισμό των φυτών αφού προσροφά και συγκρατεί στα φύλλα SO2 και άλλα οξείδια, ρυθμίζει το CO2, παράγει οξυγόνο κ.λπ. Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν τη μεγάλη σημασία που θα είχαν οι ορεινοί όγκοι του λεκανοπεδίου για την ποιότητα της ατμόσφαιρας αν αυτοί ήταν πλήρως δασωμένοι. Οι επιδράσεις του ορεινού περιβάλλοντος ως συνόλου στους κατοίκους του λεκανοπεδίου Το ορεινό δασωμένο περιβάλλον του λεκανοπεδίου θα έχει για τους κατοίκους του προφανώς και άλλες ανεκτίμητες αξίες και προσφορές, εκτός εκείνων που αναφέρθηκαν προηγούμενα. Αυτές περιληπτικά αναλύονται σε αισθητικές, υγιεινές, αξίες περιήγησης και αναψυχής, κάλυψης των περιβαλλοντικών και οικολογικών τους ενδιαφερόντων καθώς και εκείνων της περιβαλλοντικής τους εκπαίδευσης κ.λπ. Τα έργα υποδομής για τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών αποκατάστασης της βλάστησης Η σημερινή κατάσταση των ορεινών όγκων Οι προηγούμενες θετικές επιδράσεις των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου - αν αυτοί ήταν δασωμένοι - στο κλίμα, στους ρύπους της ατμόσφαιρας και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων του γενικότερα, είναι προφανώς ιδιαίτερα σημαντικές. Σήμερα όμως, το ποσοστό δασοκάλυψης των βουνών απέχει δυστυχώς κατά πολύ όχι μόνο από το επιθυμητό αλλά και από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί. Αναλυτικότερα, μόνο τρεις από τους ορεινούς όγκους είναι ημιδασωμένοι (Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττός) και οι υπόλοιποι δύο είναι σχεδόν γυμνοί και βραχώδεις. Το χειρότερο όμως είναι πως και η υπάρχουσα βλάστηση σ' αυτούς μειώνεται συνεχώς αφού οι εκτάσεις που καίγονται είναι πολύ περισσότερες από εκείνες που αναδασώνονται. Η καταστροφή των δασών στους ορεινούς όγκους οδήγησε δυστυχώς στη διάβρωση και παράσυρση του εδάφους από το νερό των βροχών. Αυτό συνέβη κυρίως στις θέσεις όπου επικρατούν ο ασβεστόλιθος και ο σχιστόλιθος (π.χ. στην Πεντέλη). Σε τέτοιες θέσεις και με το ξηρό κλίμα της Αττικής, η αναδάσωση είναι δυστυχώς από πολύ δύσκολη έως αδύνατη και το κόστος υψηλό. Με τις παραπάνω συνθήκες, παραμένει η ανάγκη αποκατάστασης των δασών σήμερα στους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου. Και ακόμα, μετά από περαιτέρω υποβάθμιση των ορεινών όγκων, η ανάγκη αυτή έγινε στις μέρες μας αδήριτη, αν ληφθεί υπόψη πως υπήρχε και πριν 32 χρόνια, όταν το 1976, η τότε πολιτική και δασική ηγεσία της χώρας υιοθέτησαν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο αποκατάστασης των δασών στους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου με τεχνητές αναδασώσεις και φορέα υλοποίησης τη Δασική Υπηρεσία. Το σχέδιο εκείνο είχε πολύ καλά αποτελέσματα. Σήμερα όμως, πολλά από τα δάση εκείνου του έργου έχουν ξανακαεί και οι γυμνές θέσεις με ασβεστόλιθο και χωρίς έδαφος έχουν αυξηθεί. Οι θέσεις αυτές είναι δυστυχώς πάρα πολλές και η αναδάσωσή τους είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς τη μεταφορά χώματος. Το χειρότερο όμως είναι πως το χώμα σε πλαγιές με μεγάλες κλίσεις σύντομα θα παρασυρθεί από το νερό των βροχών. Κατά συνέπεια, η κατασκευή πρώτα έργων υποδομής στις υποβαθμισμένες περιοχές με ασβεστόλιθο και στη συνέχεια η μεταφορά χώματος σ' αυτές, θεωρείται ως μία απαραίτητη ενέργεια για την αποκατάσταση της βλάστησης. Παρακάτω γίνεται μια περιληπτική αναφορά σε ορισμένες κατηγορίες τέτοιων έργων που θεωρούμε ως τα πιο κατάλληλα για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Τα αναγκαία έργα υποδομής Ως κατάλληλα έργα υποδομής από λειτουργικής, περιβαλλοντικής, αισθητικής, οικολογικής, οικονομικής και πολιτιστικής άποψης για τη συγκράτηση του χώματος και την αποκατάσταση της βλάστησης σε υποβαθμισμένες θέσεις με ασβεστόλιθο στους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου προτείνονται οι βαθμίδες (τα πεζούλια). Αυτές θα έχουν τη μορφή συρματόπλεκτων κυλίνδρων και με περιεχόμενο λίθους από το ίδιο μητρικό πέτρωμα. Οι βαθμίδες, ως τεχνική για τη συγκράτηση του εδάφους σε πλαγιές, έχουν μακραίωνη ιστορία στις μεσογειακές χώρες και είναι τα γνωστά "άνδηρα" των αρχαίων Ελλήνων. Πληθώρα τέτοιων κατασκευών με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα υπάρχουν σήμερα στα νησιά του Αιγαίου, στην ορεινή Κορινθία κ.λπ. και κατασκευάστηκαν πριν μερικές 100ετίες. Οι συρματόπλεκτοι κυλίνδροι για τις περιοχές που προτείνονται θα έχουν διάμετρο του 35 - 40 εκατοστών και θα είναι παράλληλοι προς τις χωροσταθμικές καμπύλες, όπως γίνεται στις πλαγιές και με τα "κορμοδέματα" μετά από πυρκαγιά. Η κυλινδρική τους μορφή θα συμβάλει σε καλή προσαρμογή με την πλαγιά. ¶λλο πλεονέκτημα αυτών των έργων, είναι και η "μονιμότητα" λόγω της αντοχής των υλικών κατασκευής τους (συρματόπλεγμα και λίθοι). Επομένως σε περίπτωση καταστροφής της βλάστησης από πυρκαγιά, το έδαφος δε θα διαβρώνεται, επομένως δε θα απαιτείται η κατασκευή των προσωρινών αντιδιαβρωτικών έργων όπως γίνεται σήμερα (π.χ. κορμοδέματα, κλαδοπλέγματα κ.λπ.). Όμως, καμία ανθρώπινη κατασκευή δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα. Έτσι στην περίπτωση των συρματόπλεκτων κυλίνδρων το "μεγαλύτερο μειονέκτημα" είναι η μεταφορά κατάλληλου χώματος που απαιτείται από άλλες περιοχές ώστε η αποκατάσταση της βλάστησης να είναι εφικτή με σπορές και φυτεύσεις. Το χώμα αυτό θα πρέπει προφανώς να είναι "γόνιμο" και επομένως επιφανειακό. Κατά συνέπεια αντενδείκνυται η μεταφορά αυτού από τα τούνελς του metro, τα θεμέλια πολυκατοικιών κ.λπ. ¶λλο σοβαρό μειονέκτημα είναι η μεταφορά του χώματος και σε πλαγιές χωρίς δρόμους. Στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να αποκλισθεί η εξέταση και της εναέριας μεταφοράς του σε σάκους, αφού το πρασίνισμα των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου θα αφορά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων του. Αντί επιλόγου Οι προτάσεις αποκατάστασης της βλάστησης στους υποβαθμισμένους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου της Αθήνας όπου επικρατεί ο ασβεστόλιθος είναι πολύ περιληπτικές και διερευνητικές. Στόχος τους είναι να επισημάνουν τις πολλαπλές θετικές επιπτώσεις "των πράσινων βουνών" στην ποιότητα ζωής των κατοίκων, καθώς και τα απαραίτητα έργα υποδομής για την εγκατάσταση και ανάπτυξη της βλάστησης. Τα προτεινόμενα έργα υποδομής ίσως θεωρούνται ως πολύ φιλόδοξα και δύσκολο να υλοποιηθούν για διάφορους λόγους. Είναι όμως πολύπλευρα, μακράς διάρκειας, μεσοπρόθεσμης χρονικής κλίμακας και απαιτούν πολύ λεπτομερή διεπιστημονική μελέτη. Σε τελική ανάλυση όμως, όποιες δυσκολίες υλοποίησης αυτών των έργων και αν διαφαίνονται, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σήμερα η αδήριτη ανάγκη αποκατάστασης της βλάστησης στους ορεινούς όγκους για τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών του λεκανοπεδίου των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων. Πληροφορίες: Δρ Γεώργιος Μπαλούτσος Δασολόγος - Υδρολόγος Εμμανουήλ Μπενάκη 138, Αθήνα τηλ.: 210 3300578, κιν. : 6946903659 . ecocrete.gr . |