Οι καταναλωτές στις ανεπτυγμένες χώρες απαιτούν ενέργεια διαθέσιμη κατά βούληση, ασφαλή, καθαρή και διακριτικά παρεχόμενη, ενώ είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα για χάρη της ποιότητας. Το πετρέλαιο ήταν δύο φορές πιο ακριβό από το λιγνίτη όταν πρωτοεισήχθη στην αγορά πάνω από έναν αιώνα πριν, αλλά η αποτελεσματικότητά του, η ευκολία στην χρήση και η καθαρότητα του όταν χρησιμοποιήθηκε στις μηχανές εσωτερικής καύσης οδήγησε στην οικονομία του πετρελαίου. Σε αντίθεση με τα πετρέλαιο, το υδρογόνο αποτελεί καύσιμο πολύ φιλικό προς το περιβάλλον. Χαρακτηρίζεται μάλιστα ως καύσιμο του μέλλοντος καθώς συνδυάζει εξαιρετική αποδοτικότητα και μηδενική ρύπανση, αφού από την καύση του παράγεται μόνο ενέργεια και νερό. Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από το υδρογόνο επιτυγχάνεται με μια διεργασία που είναι αντίστροφη της ηλεκτρόλυσης του νερού. Ενώ στην ηλεκτρόλυση του νερού, χρησιμοποιώντας ηλεκτρικό ρεύμα, παίρνουμε υδρογόνο και οξυγόνο, στο στοιχείο καυσίμου παρέχουμε υδρογόνο και οξυγόνο σε ειδικά ηλεκτρόδια και παίρνουμε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό. Με το παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα μπορούν να τροφοτηθούν, σπίτια, αυτοκίνητα κτλ. Στη διάσκεψη επιστημόνων στις Βρυξέλλες με θέμα "τις νέες μορφές ενέργειας", ανακοινώθηκε ότι σε ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στη Φρανκφούρτη και στο Τορίνο, υπάρχουν ήδη λεωφορεία που χρησιμοποιούν για την κίνησή τους κυψέλες καυσίμου. Το υδρογόνο αποθηκεύεται σε ειδικό μονωμένο ντεπόζιτο για λιγότερες απώλειες. Από εκεί το υδρογόνο πάει κατευθείαν στο στοιχείο καυσίμου και παράγει ρεύμα. Ένα από τα πλεονεκτήματα του υδρογόνου σε σχέση με τη βενζίνη είναι ότι είναι πιο ασφαλές διότι από μόνο του δεν αναφλέγεται. Ακόμη και σε περίπτωση διαρροής δεν υπάρχει κίνδυνος, σε ανοιχτούς χώρους, αφού είναι πολύ πιο ελαφρύ από τον αέρα (14,5 φορές) και διαχέεται εύκολα. Το υδρογόνο επίσης μπορεί να παρέχει ενέργεια εύκολα και όπου αυτή απαιτείται καθώς για την παραγωγή του δεν χρειάζονται ογκώδεις εγκαταστάσεις. Η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με υδρογόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρείται πλέον εφικτή και απαντά στις κλιματικές αλλαγές και στα προβλήματα που δημιουργεί η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, γεγονός που προκαλεί το ενδιαφέρον πολλών κρατών. Σε χώρες όπως ο Καναδάς και η Ισλανδία τα "σενάρια"περί παραγωγής υδρογόνου έχουν γίνει ήδη πραγματικότητα. Στις χώρες αυτές εξοικονομείται σημαντικό μέρος της απαραίτητης ενέργειας απο ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (όπως υδατοπτώσεις, ηλιακή ή αιολική ενέργεια, βιομάζα, γεωθερμία). Στην Ισλανδία ειδικότερα έχει αρχίσει η εφαρμογή ενός μεγάλου προγράμματος με σκοπό να αντικατασταθούν όλα τα ορυκτά καύσιμα με υδρογόνο, στο οποίο η συμμετοχή της κυβέρνησης φθάνει το 50%. Η αμερικάνικη κυβέρνηση μελετάει πολύ σοβαρά ένα μεγάλο πρόγραμμα παραγωγής υδρογόνου με χρήση βιομάζας που προέρχεται απο τα κατάλοιπα της γεωργίας, τα φύκια και τα υπολείμματα τροφίμων. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων γνωρίζουν ότι τα αυτοκίνητα κυψελίδων καυσίμου αντιπροσωπεύουν το πνεύμα της εποχής. Δεν ρυπαίνουν (το καυσαέριο είναι υδρατμοί), είναι αθόρυβα και υψηλών αποδόσεων. Επίσης, μπορούν να συμπεριλάβουν πολύ περισσότερες ηλεκτρικές υπηρεσίες-ψηφιακές επικοινωνίες και ψυχαγωγία, επόμενης γενιάς κλιματιστικά-τις οποίες οι καταναλωτές θέλουν και τώρα αλλά οι παραδοσιακές μηχανές αδυνατούν να προσφέρουν λόγω των υψηλών ενεργειακών απαιτήσεων για την παροχή τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η υποδομή στην διακίνηση του καυσίμου. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων προτιμούν σαν καύσιμο ο καθαρό υδρογόνο ,ενώ οι εταιρείες πετρελαιοειδών αυτή τη στιγμή δεν επιθυμούν να χτίσουν ένα δίκτυο πάνω σε αυτά τα καύσιμα, κυρίως λόγω της χαμηλής επιστροφής στις επενδύσεις που θα κάνουν. Ένας τρόπος για την αυτοκινητοβιομηχανία να σπάσει την εξάρτηση απο το υπάρχον σύστημα διακίνησης των καυσίμων είναι αρχικά η ανάπτυξη ενός δικτύου διανομής που να στηρίζεται στα super markets ή και στην κατ’ οίκον διανομή. Δώδεκα λίτρα καύσιμο είναι ικανά για 400 χιλιόμετρα αυτονομία. Δεν είναι λίγα. Ένα τέτοιο μοντέλο που μπορεί να φαίνεται περίεργο για μια δυτική χώρα, είναι ιδιαίτερα αποδεκτό στις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν ένα περιορισμένο υπάρχον δίκτυο διανομής καυσίμων. Εκτός από τα αυτοκίνητα διατίθενται ήδη κυψέλες καυσίμου υδρογόνου, οι οποίες λύνουν όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με την παραγωγή θερμικής ενέργειας (ζεστό ή κρύο νερό, όπως και ο αέρας). Αναλογικά μάλιστα το ίδιο κόστος υπάρχει για όσα για όσα νοικοκυριά χρησιμοποιούν κυψέλες καυσίμου σε σχέση με τις συμβατικές μορφές ενέργειας. Η θερμότητα όμως καταλαμβάνει μόνο το μισό της συνολικά παραγόμενης ενέργειας μα αυτό το σύστημα ενέργειας. Το άλλο μισό είναι ηλεκτρική ενέργεια, η οποία ουσιαστικά προσφέρεται για τις ηλεκτρικές ανάγκες των σπιτιών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στην ανάγκη στροφής και στις τεχνολογίες παραγωγής υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη χώρα μας, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια σοβαρή διέξοδο, δεδομένου του πλούσιο ηλιακού, αιολικού δυναμικού, αλλά και της γεωθερμίας. Το γεωθερμικό δυναμικό είναι συνάρτηση τόσο της θερμοκρασίας όσο και της παροχής όγκου ρευστού ανά γεώτρηση. Συγκεκριμένα, η ηλεκτροπαραγωγή υδρογόνου από τη γεωθερμία απαιτεί ρευστά θερμοκρασίας άνω των 85ο C πράγμα το οποίο ικανοποιείται στην Ελλάδα σε διάφορα πεδία, τα γνωστότερα των οποίων βρίσκονται στη Μήλο, στη Κίμωλο, στη Νίσυρο, στο Γυαλί, στη Λέσβο, στη Σαντορίνη, στη Σαμοθράκη, στη Χρυσούπολη Καβάλας και αλλού. Με εξαίρεση την Ιταλία και την Ισλανδία, οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και οι γειτονικές μας, π.χ. Τουρκία, μολονότι έχουν φτωχότερο γεωθερμικό δυναμικό από εκείνο της Ελλάδας, έχουν αναπτύξει ήδη τη γεωθερμία, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις της λεγομένης "πράσινης ενέργειας". Η χρήση του υδρογόνου ως αερίου κίνησης, αλλά και ως αερίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα βοηθήσει σημαντικά στην απεξάρτησή μας από το πετρέλαιο και θα μειώσει τις υποχρεώσεις μας που απορρέουν από το πρωτόκολλο του Κιότο και αυτό και από τη μετά το Κιότο σύμβαση που αρχίσει να διαμορφώνεται τώρα, με σοβαρές συνέπειες στη βιομηχανία, στη βιοτεχνία, στη ΔΕΗ και στην εθνική οικονομία γενικότερα. Οι μειώσεις που προβλέπει το Πρωτόκολλο του Κιότο μπορούν να επιτευχθούν στη χώρα μας με μια ορθή στρατηγική εξοικονόμησης ενέργειας και μια ορθή μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μετάβαση, κατά το δυνατόν επεξαρτημμένη από το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Φωτεινό παράδειγμα σε αυτήν την κατεύθυνση έχει δώσει η Ισλανδία. Η στρατηγική της είναι να ανεξαρτητοποιηθεί από το πετρέλαιο πλήρως το έτος 2010, με καύσιμο το υδρογόνο, το οποίο ήδη παράγεται σε μεγάλες ποσότητες. Η Σουηδία ήδη τοποθετεί την απεξάρτηση της το 2020. Εκτός, όμως, των ανωτέρω η χώρα μας, όπως και άλλες χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Από τα παραπάνω προκύπτει η άμεση ανάγκη απεξάρτησης από το πετρέλαιο και τον άνθρακα όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των τιμών τους, όσο και λόγω του κόστους που συνεπάγονται οι εκπομπές του, προερχομένου και από το πετρέλαιο και άνθρακα, διοξειδίου του άνθρακα. Η προβλεπόμενη εξέλιξη των πραγμάτων, μέσα στα προσεχή έτη, φαίνεται ότι θα εντείνει την ανάγκη απεξάρτησης μας από τα ορυκτά καύσιμα, για αυτό άλλωστε και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ευρίσκονται υψηλά στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μανόλης Βουτυράκης Φυσικός Περιβ/γος . ecocrete.gr . |