Η ΥΠΑΡΚΤΗ ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ |
|
|
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΩΝ -
Απόψεις
|
Γιάννης Σχίζας
,
Πέμπτη, 25 Σεπτέμβριος 2008
|
Η ΥΠΑΡΚΤΗ ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ*
Του Γιάννη Σχίζα
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η καταστροφή των καλλιεργειών της πατάτας στην Ιρλανδία από φυτασθένεια, σε συνδυασμό με τη κυρίαρχη (παλαιο)φιλελεύθερη αντίληψη μη παρέμβασης στην αγορά, είχε σαν αποτέλεσμα μιαν απίστευτη κοινωνική καταστροφή. Ο φιλελεύθερος δογματισμός έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της εξαφάνισης από λοιμό, ενώ μεγάλο ποσοστό των πολιτών υποχρεώθηκε κακήν-κακώς να μεταναστεύσει στις χώρες του νέου κόσμου.
Η «παλαιοφιλελεύθερη» αποθέωση της "αυτορυθμιζόμενης" αγοράς και η απάρνηση κάθε δημόσιας παρέμβασης έστω και για τους πιο πιεστικούς λόγους, συνδυαζόταν με τη φαντασίωση μιας διαρκούς μεγέθυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας: Και τούτο παρά τις εξαιρετικά πρώϊμες διαπιστώσεις των οικονομικών αναλυτών της εποχής εκείνης, όσον αφορά τις περιοδικά εμφανιζόμενες υφέσεις. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο κληρικός Τόμας Μάλθος, γνωστός για τις περί πληθυσμού απόψεις του, ήταν ένας από τους πρώτους μελετητές που αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα της «έξωθεν παροχής» ενεργού ζήτησης, για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Ο Μάλθος ουσιαστικά προανήγγειλε τον Κέϋνς και τους άλλους οικονομολογους, που αναγνώρισαν τον «οικονομικό κύκλο» ανόδου και ύφεσης ως δομικό στοιχείο του καπιταλισμού και υποστήριξαν την διαχρονική ανάγκη της κρατικής αντικυκλικής πολιτικής.
ΕΝΑΣ ΔΕΙΛΟΣ ΚΑΙ ΑΔΗΛΩΤΟΣ ΚΕΥΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
Η κατακλυσμιαία κρίση του 1929 ήταν το μεγαλύτερο ιστορικό χαστούκι στους φιλελεύθερους υποστηρικτές της «αυτόματης ισορροπίας της αγοράς», όμως αυτό δεν εμπόδισε τα μετέπειτα «πισωγυρίσματα» και τις διαδρομές της ιστορίας ως «εκκρεμούς» ή ως σπειροειδώς εξελισσόμενης πραγματικότητας - σύμφωνα με ένα παλιό προσδιορισμό των διαλεκτικών φιλοσόφών! Το μεταπολεμικό παρεμβατικό κράτος και η αναγνώριση των «ατελειών» της αγοράς από μεγάλο αριθμό οικονομολόγων, ακολουθήθηκε από μια νέα φάση «εξαγρίωσης» του καπιταλισμού. Η «σπείρα» της ιστορίας έφερε ξανά την αποθέωση της ελεύθερης αγοράς και το ιδεολόγημα του ¶νταμ Σμιθ περί «αοράτου χειρός» που εξασφαλίζει την ισορροπία, ενώ επίσης χαρακτηρίσθηκε από την μετωπική επίθεση των Ρήγκαν και Θάτσερ εναντίον του δημόσιου τομέα. Όμως οι νεοφιλελεύθεροι θρηνωδοί του «υψηλού εργατικού κόστους» και κατεδαφιστές των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, έτειναν να ξεχάσουν ότι οι μισθοί εκτός από στοιχείο του κόστους παραγωγής συνιστούν και διάσταση της αγοράς. Ακόμη αγνοούσαν την τάση υπερπαραγωγής και υπέρβασης της απορροφητικής ικανότητας των καταναλωτών, που χαρακτήριζε το καπιταλιστικό σύστημα.
Από τη δεκαετία του '90 και μεταγενέστερα, η κατάρρευση των εργασιακών αμοιβών και δικαιωμάτων μέσω της χρησιμοποίησης του «εφεδρικού στρατού εργασίας» των μεταναστών, έφερε μια σημαντική πτώση του κόστους παραγωγής, όμως από την άλλη πλευρά συρρίκνωσε την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού. Οι εμπειρικοί διαχειριστές της αμερικάνικης οικονομίας υπό τον Μπους, φάνηκαν να κατανοούν την ανάγκη μιας πολιτικής στήριξης της παραπαίουσας αγοράς. Παρεμβαίνοντας άλλοτε μέσω της εξαγοράς τραπεζικών μονάδων και άλλοτε με την παροχή «δωροεπιταγών» σε καταναλωτές, με στόχο την ενίσχυση της ζήτησης εγχώριων προϊόντων, το αμερικανικό σύστημα έδειξε τον πραγματισμό του και ταυτόχρονα την ουσιαστική απομάκρυνσή του από τα ιδεολογήματα περί ανόθευτης αγοράς. Αυτός ο δειλός ή αδήλωτος Κεϋνσιανισμός, που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ημέρες μας, φαίνεται ήδη απαραίτητος για την αποτροπή μιας δολοφονικής καταβύθισης της διεθνούς οικονομίας.
Η ύφεση της αγοράς κατοικίας και αυτοκινήτων, που κάνει μερικούς αναλυτές να παρερμηνεύουν την κρίση αναγορεύοντας επί μέρους εξελίξεις (π.χ. «χρηματοπιστωτική κρίση») ως γενεσιουργούς παράγοντες μιας «χιονοστοιβάδας» εναντίον της οικονομίας, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία και της δικής μας, ελληνικής ύφεσης. Η υποτιθέμενη «προοδευτική» απάντηση στην κρίση, όταν δεν εξαντλείται στον καυτηριασμό των «κακών πολιτικών» και στη σκιαγράφηση μέτρων που θα μπορούσαν να εκτρέψουν σε άλλες χώρες το «διεθνές βαρομετρικό χαμηλό», τείνει να περιστρέφεται γύρω από την ανάγκη ενίσχυσης επιμέρους αγορών, ούτως ώστε να συντηρηθεί π.χ. η οικοδομική δραστηριότητα ως «λοκομοτίβα» της ανάπτυξης ή να ενισχυθεί η παραπαίουσα αγορά αυτοκινήτων, και μάλιστα με την κατάργηση των φορολογικών «τεκμηρίων», που εισηγήθηκε πρόσφατα η κυβέρνηση. Όμως η αντιμετώπιση της ύφεσης με την στήριξη της ενεργού ζήτησης προϊόντων προβληματικών για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής, συνεργεί στην εγγενή τάση του συστήματος για υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΥΚΛΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Δεν χωράει αμφιβολία ότι μια οποιαδήποτε αντικυκλική πολιτική του δημόσιου τομέα, για τη στήριξη του επιπέδου παραγωγής και απασχόλησης, έχει κατΆ ανάγκη επιλεκτικά χαρακτηριστικά. Το 1966 η αντικυκλική παρέμβαση του αμερικανικού κράτους συνίστατο στην επέκταση των στρατιωτικών δαπανών στο Βιετνάμ, ενώ τρεις δεκαετίες μεταγενέστερα η επαναπροώθηση του «πολέμου των άστρων» στόχευε μεταξύ άλλων και στην αντιμετώπιση των πτωτικών τάσεων της οικονομίας. Από οικολογική σκοπιά, το μεγάλο ζήτημα έγκειται στην «παροχή» ενεργού ζήτησης σε εκείνες τις «περιοχές» της οικονομίας και της κοινωνίας, όπου θα υπάρξει συνολικό σταθεροποιητικό αποτέλεσμα χωρίς καταβύθιση της ποιότητας ζωής και υπονόμευση των φυσικών πόρων. ΦερΆ ειπείν, εάν η αντιμετώπιση της εξελισσόμενης «αποκαλυψιακής» κρίσης του ελληνικού οικοδομικού τομέα γίνει μεσω της ανάπτυξης νέων εξοχικών συγκροτημάτων - που γενικώς καταρρακώνουν την ελληνική φύση και την μετατρέπουν σε «στοίβα από σπασμένες εικόνες», για να θυμηθούμε ένα στίχο του Τόμας Έλλιοτ – το αποτέλεσμα θα είναι ένας νέος τραυματισμός δημόσιου αγαθού. Ή ακόμη, εάν το κράτος προσέλθει ως αρωγός στα συμφέροντα των εισαγωγέων αυτοκινήτων επιδοτώντας κάποιους αγοραστές ΙΧ, η συγκεκριμένη αυτή δράση μπορεί να είναι αντικυκλική, όμως θα είναι ταυτόχρονα προβληματική για το εγχώριο κυκλοφοριακό σύστημα, του οποίου η φέρουσα ικανότητα έχει ξεπεραστεί προ αμνημονεύτων χρόνων.Οι δημόσιες δαπάνες θα μπορούσαν κάλλιστα να στηρίξουν την οικονομία προωθώντας επιλεκτικά τομείς ποιοτικής παραγωγής και «μακροβιότητας προϊόντων» - όπως λ.χ είναι η εγχώρια επισκευαστική βιομηχανία (συνεργεία).Το κράτος θα μπορούσε να «εισάγει» ενεργό ζήτηση στην οικονομία, όχι απλά και μόνο γεμίζοντας τις τσέπες κάποιων αλλά καινοτομώντας στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, των ποιοτικών γεωργικών προϊόντων.
Η επιλεκτική αντιυφεσιακή παρέμβαση θα μπορούσε να στοχεύει σε ένα «μεταϋφεσιακό» σκηνικό πιο πράσινο και οικολογικό. Πρός το παρόν πάντως αυτή η παρέμβαση είναι μια πραγματικότητα, που ήδη προκαλεί τριβές όσον αφορά τις κατευθύνσεις της. Αντιγράφω λ.χ. από τον δικτυακό τόπο www.sofokleous10. gr μια κριτική που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ: «Πολλοί αναλυτές χαρακτήρισαν τις ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ως ακατανόητες. Με το να παρέχει έκτακτη οικονομική ενίσχυση ως δάνειο στην AIG... δύο μόλις μέρες μετά την άρνησή της να αξιοποιήσει δημόσιους πόρους για να διασώσει τη Lehman Brothers από τη χροκοπία, γεννώνται εύλογα ερωτήματα για τα κριτήρια με τα οποία μια κεντρική τράπεζα αποφασίζει αν μια εταιρεία είναι ισχυρή ή όχι και αν θα γλιτώσει την κατάρρευση».
Υπάρχουν ομάδες συμφερόντων που μπορούν να αντέξουν στο υφεσιακό περιβάλλον προσδοκώντας την «δαρβινική» εξάλειψη των μη προσαρμοσμένων ανταγωνιστών τους, όπως επίσης και την κατάρρευση των αμοιβών εργασίας. Υπάρχουν άλλες ομάδες μεσαίων συμφερόντων, που ενδιαφέρονται για μια νέα οικονομική φάση ανόδου, κατΆ εικόνα και ομοίωση της προηγουμένης. Υπάρχει ακόμη και ο ευρύτερος κόσμος της εργασίας, που ενδιαφέρεται για τη διατήρηση των υφισταμένων θέσεων απασχόλησης, συνήθως χωρίς να δίνει σημασία στην κατάληξη αυτής της απασχόλησης: Παράδειγμα οι απολυμένοι του εργοστασίου λιπασμάτων στον Πειραιά ή οι μισθωτοί στη ΛΑΡΚΟ στην Εύβοια, που παραγνώριζαν τις αντιρρήσεις στην καταστροφή της φύσης, Όμως αυτό που μάλλον απουσιάζει από τη συγκεκριμένη συγκυρία, είναι μια κοινωνική δυναμική μέσα στα πλαίσια του κόσμου της εργασίας, που θα κατανοεί τα αδιέξοδα του σημερινού πλέγματος παραγωγής-κατανάλωσης και θα προτείνει τροποποίηση της κατανάλωσης και των παραγωγικών δομών που στηρίζονται σΆ αυτήν.
Η οικονομία χρειάζεται τη δημιουργία θέσεων παραγωγικής απασχόλησης, χρειάζεται ενεργό ζήτηση ορισμένου επιπέδου: Όμως αυτή η ζήτηση μπορεί να χορηγηθεί από τον δημόσιο τομέα με κριτήρια την ποιότητα ζωής και την προστασία του περιβάλλοντος...
* Μετεξέλιξη ομότιτλου κειμένου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 21.9.2008
. ecocrete.gr . |
|