(απο το 14ο φύλλο της εφημερίδας της παράταξης ‘Αυτόνομοι μηχανικοί Ανατολικής Κρήτης’) Βρισκόμαστε στη δεύτερη τριετία της τρίτης προγραμματικής περιόδου υλοποίησης των έργων του Γ’ ΚΠΣ. Προηγήθηκαν άλλες δύο προγραμματικές περίοδοι και έχει αρχίσει ο προγραμματισμός της τέταρτης. Ποιός όμως αποφάσισε ποιά έργα ήταν αυτά που χρειαζόταν η χώρα; Ποιές οι προτεραιότητες, ποιά η χωροθέτηση τους, ποιές οι διαστάσεις τους; Τι είδους μοντέλο ανάπτυξης αυτά υπηρετούσαν; Οι κεντρικοί στόχοι πολιτικής για όλες της προγραμματικές περιόδους έμπαιναν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής έπρεπε νε κινηθούν τα κράτη μέλη με αυτόνομους σχεδιασμούς, να διαπραγματευτούν τις προτεραιότητές τους και να δεσμευτούν οτι θα αξιολογήσουν τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν απο την υλοποίηση των εθνικών πολιτικών. Με τί όπλα, με ποιό διαμορφωμένο μοντέλο ανάπτυξης πήγε η χώρα μας σε αυτές τις διαπραγματεύσεις και με ποιό σχεδιασμό θα πάει σήμερα να διεκδικήσει πόρους για να αντιμετωπίσει την υστέρηση της ανάπτυξης; Η βιώσιμη ανάπτυξη προσδιορίζεται απο την ισορροπία ανάμεσα στην οικονομία, την κοινωνική συνοχή και την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι απορίας άξιο, αν όχι αδύνατο, το αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί τέτοιου είδους ισορροπία σε περιβάλλον διεθνοποιημένων και άκρως ανταγωνιστικών συνθηκών λειτουργίας των αγορών που παράγει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Είναι όμως παράλληλα γεγονός οτι ο ίδιος ο προσδιορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης και των κομβικών της πολιτικών: - για ισόρροπη πολυκεντρική ανάπτυξη, - για ισότητα πρόσβασης στα κύρια δίκτυα μεταφορών, ενέργειας και επικοινωνιών, - για την προστασία και συνετή διαχείριση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, παρέχουν επιχειρήματα για δημιουργία σεναρίων μέσω των οποίων μπορούν να αξιοποιηθούν οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. Με ποιά διαδικασία όμως; Και για να ωφεληθεί ποιός; Και τα δύο είναι ερωτήματα βαθειά πολιτικά. Το ποιός πρέπει να ωφεληθεί και το αν τελικά ωφελείται εξαρτάται απο το είδος των συμφερόντων που εκφράζουν τα κόμματα εξουσίας. Η διαδικασία εξαρτάται απο το πόση δημοκρατία, πόση διαφάνεια, πόση αποκέντρωση αντέχει το σύστημα και πόσο είναι ικανό να μπαίνει σε ουσιαστικές διαδικασίες διαλόγου για εξασφάλιση πολιτικής συναίνεσης. Αλλά και απο το πόσο λειτουργούμε εμείς σαν πολίτες και όχι σαν ιδιώτες. Ο προγραμματισμός της ανάπτυξης συνδέεται άρρηκτα με το χωροταξικό σχεδιασμό.Το μοντέλο της ανάπτυξης που επιλέγεται, και βέβαια και η μη επιλογή αποτελεί επιλογή, έτσι κι αλλιώς αποτυπώνεται στο χώρο. Το θέμα είναι αν υπάρχει βούληση και δυνατότητα να προδιαγράψεις και να καθορίσεις αυτό που θα αποτυπωθεί ή αν θα επιτρέψεις να αποτυπωθούν τα αποτελέσματα της πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται απο τους νόμους της οικονομίας. Στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να γίνει σαφές οτι αναμφισβήτητα αναιρείται όλο το πλέγμα των θεωρήσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη που θεωρείται αφετηρία των πολιτικών της Ευρωπαικής Ένωσης αλλά και συνταγματικά κατοχυρωμένη εθνική πολιτική με την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος. Η περίπτωση αυτή ελέγχεται απο τους Ευρωπαίους αλλά και το Σύνδεσμο Βιομηχάνων μόνο για το γεγονός οτι δεν παρέχει ασφαλές πεδίο για άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Απο εμάς θα έπρεπε να ελέγχεται σαν πεδίο επαγγελματικής επιβίωσης και πεδίο ποιότητας ζωής. Ελέγχεται όμως όσο θα έπρεπε και όσο μπορούμε; Η εμμονή του πολιτικού μας συστήματος σε διαμόρφωση όρων για δημιουργία αποκλειστικά μεγάλων μεγεθών (σε επενδύσεις, έργα , επιχειρήσεις κλπ), που άλλοτε διαμορφώνονται και άλλοτε όχι, με επιχείρημα τον διεθνή ανταγωνισμό, αγνοεί και ακυρώνει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώβρας και μαζί με αυτά την ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων μεγεθών που χαρακτηρίζουν την ελληνική περιφέρεια. Η αποσύνδεση του αναπτυξιακού προγραμματισμού απο τον χωροταξικό σχεδιασμό, σε συνδιασμό με τον κατακερματισμό της ανάπτυξης σε τομεακές πολιτικές (ανά υπουργείο) χωρίς συντονισμό μεταξύ τους και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες και την ομηρία στην οποία έχει καταδικαστεί η τοπική αυτοδιοίκηση χωρίς πόρους και μηχανισμούς στήριξης, συμβάλλουν απόλυτα στην αυθαίρετη διαχείρηση της ανάπτυξης. Από όλες τις εξαγγελίες για άσκηση χωροταξικής πολιτικής τί έχει απομείνει σήμερα; - Ένας χωροταξικός νόμος που προτάσσει αντί να συνδέει διαλεκτικά τον αναπτυξιακό προγραμματισμό έναντι της χωροταξίας. - Ένα Γενικό Εθνικό πλαίσιο Χωροταξικού σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης –που αποτελεί μόνο το προοίμιο ενός Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου- που δεν έχει θεσμοθετηθεί (ψηφίζεται από τη Βουλή). - Περιφερειακά πλαίσια Χωροταξικού Σχεαδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που έχουν μεν θεσμοθετηθεί αλλά που η σχέση τους με τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) παραμένει απροσδιόριστη και που δεν συνιστούν Χωροταξικά Σχέδια που να οδηγούν και να δεςσμεύουν τον περαιτέρω σχεδιασμό (ΣΧΟΑΠ) και ούτε βέβαια τον τομεακό σχεδιασμό των διαφόρων υπουργείων. - Ειδικά πλαίσια που δεν έχουν θεσμοθετηθεί εκτός απο αυτό για τα καταστήματα κράτησης! Το Ειδικό πλαίσιο για την ανάπτυξη ειδικών τουριστικών υποδομών κρίθηκε σκόπιμο (!) απο τον ΕΟΤ να μην προωθηθεί. Το Ειδικό πλαίσιο για τον ορεινό χώρο αν και ολοκληρώθηκε παραμένει σε εκκρεμότητα την ίδια στιγμή που η ‘ορεινότητα’ αποτελεί βασικό στοιχείο διαπραγμάτευσης για το Δ’ ΚΠΣ προς όφελος της ελληνικής περιφέρειας. Στις συνθήκες αυτές, παντελούς έλλειψης αναπτυξιακού σχεδιασμού με χωρικό προσδιορισμό του, όλα γίνονται αποσπασματικά και εκ των ενόντων: ανασύρονται σχεδιασμοί και μελέτες προηγούμενων δεκαετιών χωρίς αξιολόγηση ή που συνδέονται με λογικές σήμερα αμφισβητούμενες, η ένταξη έργων γίνεται με βάση την πίεση της υστέρησης, οι διαχειριστικές και περιβαλλοντικές μελέτες συντάσσονται όχι για να διερευνήσουν αλλά για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρω τις πολιτικές επιλογές, ο διάλογος υποβιβάζεται σε παζάρι και η συναίνεση των τοπικών κοινωνιών που επιζητείται δεν εξασφαλίζεται. Η διαίρεση των ατόμων και των ομάδων σε αυτούς ‘που θέλουν το έργο’ και σε αυτούς ‘που δεν θέλουν το έργο’ διχάζει και πολώνει τις τοπικές κοινωνίες. Συχνά οι σχεδιασμοί ακυρώνονται είτε απο το Συμβούλιο της Επικρατείας, είτε απο τις τοπικές αντιδράσεις, είτε απο τις καθυστερήσεις που εξ αιτίας των παραπάνω δημιουργούνται. Αναμφίβολα για όλα τα παραπάνω ευθύνεται το πολιτικό μας σύστημα και οι επιλογές του τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τις διαδικασίες. Η εγκατάλειψη των τοπικών κοινωνιών αλλά και του κάθε είδους παραγωγών προιόντων ή πνευματικής εργασίας στο έλεος του ανταγωνισμού και η, ανά πάσα στιγμή ακύρωση, ατομικών ή συλλογικών προσπαθειών απο πολιτικές επιλογές που πάσχουν απο τεκμηρίωση και προωθούν κάθε είδους υπερτοπικά συμφέροντα είναι βέβαιο οτι θα οδηγήσουν σε πολλαπλασιασμό των αντιδράσεων και μπλοκάρισμα της πριφερειακής ανάπτυξης. Τα τοπικά παραδείγματα στο ενεργειακό, στα έργα διαχείρισης του υδάτινου δυναμικού με αιχμή το φράγμα του Αποσελέμη, η διαχείριση των απορριμάτων, το σήριαλ εγκατάστασης του νέου αεροδρομίου και ο πόλεμος για τα λιμενικά έργα αλλά και άναρχη διαχείριση με συνέπεια την καταστροφή φυσικών και ανθρωπογενών πόρων του περιβάλλοντος στον αστικό και περιαστικό χώρο την ύπαιθρο και τις ακτές αποτελούν λαμπρά δείγματα των παρενεργειών από την αντιαναπτυξιακή διαχείριση της ανάπτυξης.
. ecocrete.gr . |