ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΟ (1992) ΩΣ ΤΟ ΚΙΟΤΟ (2005). Μέρος 4ο Μέτρα για τον έλεγχο των εκπομπών Τα μέτρα που προώθησαν οι κυβερνήσεις για τη μείωση των εκπομπών παρελάμβαναν εθελοντικές συμφωνίες με τις βιομηχανίες για την αλλαγή των εγκαταστάσεων τους, την έρευνα για την εξεύρεση επιστημονικών τρόπων για τον περιορισμό του προβλήματος καθώς και πληροφόρηση και εκπαίδευση του ευρύτερου κοινού και των επιχειρήσεων. Ένας από τους στόχους που τέθηκαν ήταν η χρήση καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα. Από την άποψη της οικονομικής πολιτικής για την επίτευξη του στόχου αυτού προωθήθηκε η απελευθέρωση των αγορών ενέργειας με αποτέλεσμα την κατάργηση των επιχορηγήσεων για το κάρβουνο και τον περιορισμό της χρήσης του στη βιομηχανία. Στον οικιστικό, τον εμπορικό και το δημόσιο τομέα αναζητήθηκαν νέα πρότυπα απόδοσης της ενέργειας για τα νέα κτίρια, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επιβλήθηκαν υψηλότερες τιμές στην ενέργεια για να αποθαρρύνουν την υπερβολική χρήση της. Τα μέτρα στον αγροτικό τομέα περιλάμβαναν μείωση στη χρήση λιπασμάτων και βελτίωση της διαχείρισης των απορριμμάτων. Στον τομέα των μέσων μαζικής μεταφοράς, παρά το γεγονός ότι οι συγκοινωνίες επεκτείνονται σχεδόν σε όλες τις χώρες, μόνο σε λίγες περιπτώσεις ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα για τον έλεγχο των εκπομπών. Τα σημεία που δημιούργησαν τριβές ήταν κυρίως δύο: Το χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη των στόχων και ο τρόπος κατανομής της ευθύνης. Αρκετές κυβερνήσεις (μεταξύ αυτών και μερικές χώρες Ε.Ε) ζήτησαν μείωση κατά 10% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2005. ¶λλες χώρες (όπως οι νησιωτικές κάτω από τον Ισημερινό) ζητούσαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση (κατά 20%) στο ίδιο διάστημα. Ορισμένα κράτη (Αυστραλία, Καναδάς, Ιαπωνία και ΗΠΑ) υποστήριξαν ότι ο στόχος του 2005 δεν είναι εφικτός και αντιπρότειναν την κλιμάκωσή στην περίοδο 2010-2015. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστήριξαν την ανάγκη να διαμορφωθεί μια διεθνής πολιτική στο ζήτημα αυτό. ¶λλες χώρες θεώρησαν ότι θα ήταν πιο αποδοτικό να επιτραπεί σε κάθε κράτος ξεχωριστά να εφαρμόσει τα μέτρα που ταίριαζαν στις δικές τους συνθήκες. Τέλος εκφράστηκαν διισταμένες απόψεις για το αν όλες οι ανεπτυγμένες θα έπρεπε να δεσμευτούν με κοινούς στόχους και χρονοδιάγραμμα ή να θα ήταν δικαιότερο οι δεσμεύσεις να διαφοροποιηθούν ανά χώρα, με βάση τις ιδιαιτερότητες τους. Οι οπαδοί των κοινών στόχων θεωρούσαν ότι η διαφοροποίηση έθετε πληθώρα μεθοδολογικών και πολιτικών προβλημάτων, ενώ οι υποστηρικτές της αντίθετης άποψης υπογράμμιζαν ότι η λύση των κοινών στόχων δεν θα ήταν αποδοτική. Οι θεμελιωτές της οικονομικής επιστήμης κατά το 18ο και το 19ο αιώνα εδραίωσαν τη βασική για την κατανόηση του καπιταλισμού συστήματος θεωρία της αξίας στην παραδοχή ότι ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τη φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι ανθρωπιστικές επιστήμες αναπτύχθηκαν, στηριζόμενες στο γεγονός ότι υπήρχαν όρια στην εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο και, άρα, στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος: όρια που έθεταν οι καπιταλιστές σχέσεις παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων των κοινωνιών. Στα τέλη του 20ου αιώνα είχε πλέον αποδειχθεί ότι εκτός από ανθρωπογενή όρια, περιορισμός έθετε η ίδια η φύση. Η θεωρία της αξίας και η θεωρία των ανθρώπινων αναγκών θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν. λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη διαφοροποίηση. ΜΑΝΟΛΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΚΗΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΠΕΡΙΒ/ΓΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ Σ.Π.Α.Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Κ. . ecocrete.gr . |