Περιεχόμενο και κανονιστική σημασία της αειφόρου ανάπτυξης Η πρώτη προσπάθεια μιας σύγχρονης υιοθέτησης του μοντέλου της Αειφόρου ανάπτυξης, έγινε στην Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την ανάπτυξη στο Ρίο το 1992, που αποτελεί ένα κεντρικό – αν όχι πλέον και το κύριο σημείο αναφοράς για τη χάραξη της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής – και συνετέλεσε σημαντικά στην υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ περιβάλλοντος και οικονομίας και το συγκερασμό τους. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο όρος «αειφόρος ανάπτυξη» χρησιμοποιήθηκε στην Έκθεση της Επιτροπής Brutland με τίτλο: «το κοινό μας μέλλον», το 1987. και οριζόταν ως: «η ανάπτυξη εκείνη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενεάς, χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες». Ο ορισμός αυτός υιοθετήθηκε, με ελαφρές τροποποιήσεις, από την Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, όπου όμως το περιεχόμενο του μοντέλου της Αειφόρου ανάπτυξης εμπλουτίσθηκε και διευρύνθηκε με την κατάρτιση της Ατζέντα 21. Όπώς προκύπτει από τον ορισμό που υιοθετήθηκε στο Ρίο, το περιεχόμενο της αρχής της Αειφόρου ανάπτυξης συγκροτείται από δύο βασικούς θεματικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά τις ανάγκες και ειδικότερα τις βασικές ανάγκες των φτωχών του κόσμου, η ικανοποίηση των οποίων αποτελεί προτεραιότητα. Ο άλλος βασικός άξονας αφορά τους περιορισμούς των φυσικών δυνατοτήτων του περιβάλλοντος, ως αποτέλεσμα των διαφόρων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων παραγωγής και κατανάλωσης. Απαιτείται συνεπώς, η ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων. Το κεντρικό περιεχόμενο και ο βασικός στόχος της Αειφόρου ανάπτυξης συνίσταται λοιπόν στη διασφάλιση μιας οικονομικής ανάπτυξης, της οποίας τα αγαθά θα μοιράζονται με δίκαιο τρόπο, η φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων δεν θα πλήττεται και κατά συνέπεια, δεν θα τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των αναγκών των μελλοντικών γενεών. Η διαχείριση των φυσικών πόρων που ανταποκρίνεται στην αρχή της αειφορίας αποτελεί μια κεντρική πτυχή του προγράμματος – μοντέλου για την επίλυση των βασικών προβλημάτων σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ειδικότερα, ότι, κάθε κοινωνία θα πρέπει ν’ αποτρέψει μια τέτοια «κατανάλωση» και απομείωση του φυσικού κεφαλαίου που θα θέτει σε κίνδυνο την ευημερία των μελλοντικών γενεών. Παρατηρούνται ωστόσο, σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις απόψεις των ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών για το περιεχόμενο της Αειφόρου ανάπτυξης. Οι αναπτυγμένες χώρες δίνουν έμφαση στην προώθηση της πράσινης αγοράς, στη χρήση «πράσινων» τεχνολογιών, στην εφαρμογή περιβαλλοντικά φιλικά μεθόδων και πρακτικών παραγωγής, αλλά και στην παραγωγή προιόντων που είναι ανθεκτικά, ανακυκλώσιμα και επισκευάσιμα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ζητούν από την πλευρά τους αυξημένη αναπτυξιακή βοήθεια και άνοιγμα διεθνών αγορών για τα προϊόντα τους, ώστε να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και να βγουν από τη φάση της υπανάπτυξης. Στο σημείο αυτό, τίθεται το ερώτημα εάν η αρχή της Αειφόρου ανάπτυξης έχει κάποια συγκεκριμένη κανονιστική δεσμευτικότητα, εξ’ αιτίας της κατοχύρωσης της στη διακήρυξη του Ρίο, την Ατζέντα 21, αλλά και στο σχέδιο εφαρμογής για την Αειφόρο ανάπτυξη που συμφωνήθηκε στην Παγκόσμια Διάσκεψη για την Αειφόρο ανάπτυξη που έγινε το Σεπτέμβριο του 2002, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη καθώς η Διακήρυξη του Ρίο και η Ατζέντα 21 δεν έχουν καμιά νομική δεσμευτικότητα από την πλευρά του διεθνούς δικαίου. Κάτι ανάλογο θα πρέπει να γίνει δεκτό και για το σχέδιο εφαρμογής καθώς στις διατάξεις του δεν περιλαμβάνονται αφενός η θέσπιση μηχανισμών ελέγχου και παρακολούθησης όσον αφορά την υλοποίηση του αφετέρου, συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων και στόχων για βασικούς τομείς. Από την άλλη πλευρά, η παραδοχή αυτή δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τόσο η Διακήρυξη του Ρίο και η Ατζέντα 21 όσο και πρόσφατα συμφωνηθέν σχέδιο εφαρμογής για την Αειφόρο ανάπτυξη δεν έχουν καμιά σημασία όσον αφορά τον νομικό προσδιορισμό της αρχής της Αειφόρου ανάπτυξη στο διεθνές δίκαιο. Και αυτό γιατί στο διεθνές δίκαιο υπάρχει μια περίπλοκη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στη διεθνή πολιτική πράξη και τη δημιουργία δικαίου. Η στενή σχέση αλληλεξάρτησης καταδεικνύεται αφ’ ενός από την ιδιαίτερη βαρύτητα των κανόνων του εθιμικού δικαίου στη διεθνή έννομη τάξη και πρακτική και αφ’ ετέρου από την κατηγοριοποίηση ορισμένων κανόνων τους ως χαλαρού νόμου. Κατά συνέπεια, η Διακήρυξη του Ρίο και η Ατζέντα 21 αποτελούν ένα σημαντικό σημείο αποκρυστάλλωσης της βούλησης της διεθνούς Κοινότητας, η οποία μετασχηματίζεται σε συνέχεια σε κείμενα με νομική δεσμευτικότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα και η Σύμβαση για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης που θεσπίσθηκαν μετά την διάσκεψη του Ρίο. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, παρά τις χαλαρές τους διατυπώσεις, τόσο η πολιτική διακήρυξη όσο και το σχέδιο εφαρμογής για την Αειφόρο ανάπτυξη που υιοθετήθηκαν στο Γιοχάνεσμπουργκ επαναβεβαιώνουν την βούληση της διεθνούς κοινότητας για την ανάδειξη της Αειφόρου ανάπτυξης ως κεντρικού πολιτικού στόχου. Ταυτόχρονα, δίνουν κάποια ώθηση στην ανάπτυξη του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, αλλά και στην εξεύρεση συνεργιών μεταξύ διεθνούς οικονομικού και διεθνούς οικονομικού και διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, παρότι οι ρυθμίσεις τους υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου στα θέματα αυτά. Κατά συνέπεια, η αειφόρος ανάπτυξη «τείνει να γίνει νομική αρχή» του διεθνούς δικαίου καθώς αποτελεί τη βάση, επί της οποίας συντάσσονται οι διεθνείς νομικές συνθήκες. Μανόλης Βουτυράκης Φυσικός Περιβαλλοντολόγος Πρόεδρος του Συλλόγου Προώθησης των Α.Π.Ε. στην Κρήτη (Σ.Π.Α.Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Κ.) spapekeek@her.forthnet.gr . ecocrete.gr . |