Το φαινόμενο της ερημοποίησης και η υπερβόσκηση ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ 2005 Τα τελευταία χρόνια ακούμε πολύ συχνά για τον κίνδυνο ερημοποίησης που απειλεί πολλά οικοσυστήματα της Μεσογείου και βέβαια της Κρήτης. Αυτό που ονομάζουμε ερημοποίηση είναι η πολύ προχωρημένη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας διαδικασίας όπου η φυσική δενδρώδης και σκληρόφυλλη βλάστηση αντικαθίσταται από χαμηλότερη και αραιότερη όπως τα φρύγανα. Οι ορεινοί όγκοι της Κρήτης είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αυτά τα φαινόμενα. Οι κλιματικές συνθήκες με τα ξηρά καλοκαίρια και τις έντονες βροχοπτώσεις του χειμώνα και το έντονο ανάγλυφο του τοπίου ενδυναμώνουν τη διαδικασία και αυξάνουν τον κίνδυνο. Η παρατήρηση του τοπίου στα Αστερούσια στον νότο του νησιού με έντονα τα σημάδια υποβάθμισης και ερημοποίησης βοηθά πολύ στο να κατανοήσουμε τον μηχανισμό αυτού του φαινόμενου. Οι διάφοροι τύποι οικοσυστημάτων που συναντάμε εκεί αντιπροσωπεύουν διαφορετικά στάδια υποβάθμισης, από την φυσική βλάστηση έως τα πολύ υποβαθμισμένα φρύγανα και το γυμνό και διαβρωμένο έδαφος. Σήμερα το 80% του βουνού καταλαμβάνεται από φρύγανα και κυρίως από την αστοιβίδα. Οι αιτίες Οι κύριες αιτίες που για αιώνες διαμόρφωναν υποβαθμιστικά το τοπίο της Κρήτης σε βάρος της αείφυλης και σκλυρόφυλλης δενδρώδους βλάστησης είναι η φωτιά, η ξύλευση και η υπερβόσκηση. Σήμερα, οι δυνάμεις αυτές εξακολουθούν να είναι η υπερβόσκηση και οι φωτιές αλλά και η ανεξέλεγκτη διάνοιξη ορεινών δρόμων, η μονοκαλλιέργεια της ελιάς και η πολιτική αποχαρακτηρισμού των δασικών εκτάσεων. Τα τελευταία 30 χρόνια η πρακτική των επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η μη τήρηση όρων και προϋποθέσεων βιώσιμης διαχείρισης από το ελληνικό κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση έχει οδηγήσει στην αύξηση του αριθμού των αιγοπροβάτων με συνέπεια την υπερβόσκηση. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων είναι μεγαλύτερος από την βοσκο-ικανότητα των οικοσυστημάτων αλλά και από την ικανότητα των βοσκών να ασκήσουν έλεγχο στα κοπάδια τους. Από τη άλλη, η τουριστική ανάπτυξη έχει προσελκύσει το ανθρώπινο δυναμικό σε άλλες δραστηριότητες και σε αστικά κέντρα με επακόλουθο την μείωση έως και εγκατάλειψη της ορεινής γεωργίας σε αναβαθμίδες αλλά και την εγκατάλειψη της παραδοσιακής κτηνοτροφίας της βόσκησης σε ζώνες μα αγρανάπαυση. Αυτές οι πρακτικές στο παρελθόν λειτουργούσαν θετικά στα οικοσυστήματα. Ο συνδυασμός της υπερβόσκησης και η χρήση της φωτιάς από τους βοσκούς για την ανανέωση της βλάστησης αλλά και πυρκαγιές από άλλες αιτίες οδηγούν σε υποβαθμισμένα αραιά φρύγανα με χαμηλή ποικιλότητα όπως τα μη βοσκούμενα είδη αστοιβίδα, ασφόδελοι κ.ά. Ακόμη, η ανεξέλεγκτη διάνοιξη δρόμων που συνοδεύει την σημερινή κτηνοτροφία είναι επίσης σημαντική διαβρωτική αιτία στις ορεινές περιοχές. Στη Δυτική Κρήτη αλλά και αλλού η αύξηση των ελαιώνων λειτουργεί σε βάρος της βιοποικιλότητας των ημιορεινών οικοσυστημάτων με αποτέλεσμα την ομογενοποίηση που είναι μια μορφή υποβάθμισης που μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα ερημοποίησης. Οι συνέπειες Συνέπειες της υποβάθμισης αυτής είναι η μη αντιστρέψιμη απώλεια ζωτικών πόρων όπως το έδαφος, η βλάστηση, η ποικιλότητα της χλωρίδας και της πανίδας και τα ύδατα. Το έδαφος διαβρώνεται καθώς οι βροχές και ο άνεμος παρασύρουν το χώμα, η βλάστηση περιορίζεται και αραιώνει, ο αριθμός και τα είδη των φυτών, των ζώων και των πτηνών μειώνονται και ένα μεγάλο μέρος των υδάτων από τις βροχοπτώσεις καταλήγει στην θάλασσα αντί να κατεισδύει στους υδροφορείς. Η ικανότητα των οικοσυστημάτων να ανακάμπτουν Έχει παρατηρηθεί ότι όταν, για διάφορους κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους, η ανθρωπογενής πίεση στα οικοσυστήματα μειωθεί, η βλάστηση στις μη ερημοποιημένες περιοχές ανακάμπτει. Σε πολλές περιπτώσεις τα λίγα άτομα υψηλότερων φυτικών διαπλάσεων που έχουν απομείνει επιταχύνουν την διαδικασία της αναβάθμισης και σε λίγες δεκαετίες σχηματίζουν νέα αείφυλλα δάση πρίνων ή πεύκων. Σημαντική είναι ακόμη η ικανότητα των πυκνών φρύγανων, με φυτοκάλυψη έως 50%, να προστατεύουν το έδαφος από την διάβρωση. Μια μείωση της βοσκητικής πίεσης μπορεί να αυξήσει την βιοποικιλότητα με την δημιουργία μικρών ξέφωτων μέσα στη βλάστηση. Η βόσκηση προβάτων επίσης είναι λιγότερο επιζήμια για τα οικοσυστήματα γιατί τρέφονται κυρίως με ποώδη φυτά και ζωοτροφές. Προτάσεις Είναι επείγουσα ανάγκη να σταματήσει η πρακτική των επιδοτήσεων με βάση τον αριθμό τον αιγοπροβάτων και να θεσπιστεί ενίσχυση που να θέτει όρια λαμβάνοντας υπόψη την βοσκο-ικανότητα των βοσκοτόπων και την τήρηση ορθής, βιώσιμης και ελεγχόμενης κτηνοτροφικής πρακτικής για την προστασία των οικοσυστημάτων. Να τεθούν περιορισμοί και κανόνες για την διάνοιξη και συντήρηση των αγροτικών δρόμων κυρίως στις ορεινές περιοχές. Οι προτάσεις για την κτηνοτροφική διαχείριση στα υποβαθμισμένα οικοσυστήματα δεν θα πρέπει να προσανατολίζονται στην απαγόρευση της βόσκησης και στην αντικατάσταση όλων των φρύγανων με ψηλότερη βλάστηση και δάση. Θα πρέπει να έχουν στόχο την αειφορική χρήση των καλά διατηρούμενων φρύγανων που πληρούν ταυτόχρονα τις βιολογικές ιδιότητες των οικοσυστημάτων και την συγκράτηση των κατοίκων στον τόπο τους: Στις περιοχές που βρίσκονται σε κίνδυνο να ανασταλεί η βόσκηση για 2 έως 15 χρόνια ανάλογα με τον βαθμό υποβάθμισης. Στις περιοχές που η φυτοκάλυψη είναι ικανοποιητική να περιοριστεί ο αριθμός των ζώων στο επίπεδο της βοσκο-ικανότητας και να προσανατολιστεί κυρίως στην εκτροφή προβάτων. Να ξαναχρησιμοποιηθούν οι παραδοσιακές πρακτικές βόσκησης με τη χρήση κυκλικού συστήματος διετούς αγρανάπαυσης των βοσκούμενων ζωνών. Να γίνονται σπορές με αγρωστωδή φυτά που θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα της κτηνοτροφίας και θα προστατεύουν τα επικλινή εδάφη από την διάβρωση κατά τους χειμερινούς μήνες. Να περιοριστεί η ανοιξιάτικη βόσκηση και η χειμερινή σε επικλινή εδάφη με χορήγηση επιπρόσθετης τροφής. Να λειτουργήσουν συστηματικά προγράμματα αναδασώσεων στις περιοχές που είναι χαρακτηρισμένες ως δασικές. Οι αναδασώσεις να γίνονται λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη βιοποικιλότητα και την προστασία των ενδημικών ειδών. Φεβρουάριος 2005 Αριστείδης Παπαδάκης Για το κείμενο αυτό χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και αποσπάσματα από το ερευνητικό πρόγραμμα του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστήμιου Κρήτης «Οικολογική μελέτη του φαινομένου της ερημοποίησης των μεσογειακών οικοσυστημάτων της Κρήτης» 1996 – 1998, στο πλαίσιο του ΠΕΝΕΔ 1995 με υπεύθυνο τον Δρ Οικολογίας Μ. Τσιουρλή και με ερευνητές τον βιολόγο Παναγιώτη Κασαπίδη την Δρ Οικολογίας Έλενα Χατζηχαραλάμπους και τον βιολόγο – ορνιθολόγο Μιχάλη Δρετάκη. . ecocrete.gr . |